- ῥιψοφθαλμία
- ῥιψ-οφθαλμία, ἡ,= ταχυτὴς περὶ τὸ ἰδεῖν τὸ ποθούμενον, Stoic.3.97.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥιψοφθαλμία — ῥιψοφθαλμίᾱ , ῥιψοφθαλμία fem nom/voc/acc dual ῥιψοφθαλμίᾱ , ῥιψοφθαλμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριψοφθαλμία — ἡ, Α [ῥιψόφθαλμος] πόθος, αγωνία να δει κάποιος αυτό που ποθεί … Dictionary of Greek